- έλεος
- τοελέους, πληθ. ελέη,1. οίκτος, ευσπλαχνία, συμπόνια, πονοψυχιά.2. φιλανθρωπία, ελεημοσύνη, βοήθημα: Αδερφές του ελέους.3. απόλυτη διάθεση, αυθαίρετη θέληση: Οι άμαχοι βρέθηκαν στο έλεος των κατακτητών.4. ούτε ελάχιστο, ούτε όσο αρκεί για ελεημοσύνη: Δεν έμεινε έλεος ψωμί στο σπίτι.5. στον πληθ., ελέη αφθονία αγαθών, τα πλούτη: Οι βασιλιάδες έχουν όλα τα ελέη του Θεού.6. ως επιφ., έλεος!, οίκτο!, χάρη!, λυπηθείτε με!
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.